Στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας απαντάται μεγάλος αριθμός μνημείων διαφορετικών περιόδων, μέσα από τα οποία διαγράφεται η ιστορική πορεία των λαών που κατά διαστήματα εγκαταστάθηκαν στις εύφορες πεδιάδες μεταξύ του Δούναβη και του Αίμου και μεταξύ του τελευταίου και της Ροδόπης, στη ζώνη που βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, στις ορεινές μάζες του Αίμου (Βαλκανίων), του Πιρίν και της Ροδόπης. Κυρίαρχη (αλλά όχι αποκλειστική) θέση στην ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής κατέχουν οι Θράκες, οι Έλληνες και οι Βούλγαροι. Η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε πολυάριθμους θρακικούς τάφους με πλούσια κτερίσματα και υψηλής τέχνης ζωγραφικό διάκοσμο, επιβεβαιώνοντας και εμπλουτίζοντας τα στοιχεία που μας παρείχαν οι γραπτές πηγές της αρχαιότητας για το στρατιωτικό αυτό λαό, που σταδιακά εξελληνίστηκε μετά τον 4ο αι. π.Χ.
Οι αποικίες που ίδρυσαν οι ελληνικές πόλεις-κράτη σε όλη την έκταση των δυτικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου υπήρξαν η πύλη εισόδου του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή και ταυτοχρόνως εξαγωγής των τοπικών προϊόντων. Μάρτυρες της διαχρονικής οικονομικής, πνευματικής και πολιτισμικής κυριαρχίας του ελληνικού στοιχείου συνιστούν τα ευρήματα των ανασκαφών που φιλοξενούνται στα τοπικά Αρχαιολογικά Μουσεία, τα εξαιρετικής συχνά ποιότητας μνημεία της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου (ναοί, μονές, οχυρώσεις, τοιχογραφικά σύνολα), τα αρχοντικά, τα εκπαιδευτήρια, τα πνευματικά ιδρύματα, οι γραπτές μαρτυρίες των νεώτερων χρόνων, ως τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις πανάρχαιες εστίες τους υπό την ασφυκτική πίεση και τις βιαιοπραγίες του νεοσύστατου βουλγαρικού κράτους. Η πρώιμη βουλγαρική παρουσία ήδη από τον 7ο αι. μ.Χ. στα νότια του Δούναβη, η δημιουργία δύο διαδοχικών κρατών κατά τη μεσαιωνική περίοδο, η αναβίωση της εθνικής συνείδησης των Βουλγάρων το 19ο αι. και η ίδρυση του σύγχρονου κράτους, αλλά και η οθωμανική παρουσία από τα τέλη του 14ου αι. ως το 1878 ανιχνεύονται μέσα από τους ναούς, τα τείχη, τις παραδοσιακές οικίες, τα τεμένη, καθώς και τα εντυπωσιακά δημόσια κτήρια, τις πλατείες, τις λεωφόρους των μεγάλων αστικών κέντρων και των οικισμών των επαρχιών.
Το ταξίδι συνοδεύει
ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος (Δρ. Ιστορίας – Αρχαιολογίας)
Ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Birmingham. Είναι Διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε στο ιδιωτικό Εκπαιδευτήριο “Θετική Αγωγή-Αποστολοπούλου”, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Διδάσκει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Ινστιτούτου Έρευνας Βυζαντινού Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Εργάστηκε στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών-Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Κατά το τρέχον έτος είναι Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής, Πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτησάντων και Φίλων “Θετικής Αγωγής-Αποστολοπούλου”, Γεν. Γραμματέας του Συλλόγου Φίλων Ιστορικού Αρχείου Νάουσσας και μέλος του Δ.Σ. των Φίλων του Μ. Μπενάκη.